- επορχούμαι
- ἐπορχοῡμαι, -έομαι (AM) [ορχούμαι]χορεύω σύμφωνα με τον ρυθμό μουσικού οργάνου ή τραγουδιούαρχ.χορεύω για να περιγελάσω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπορχοῦμαι — ἐπορχέομαι dance over pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐπορχέομαι dance over pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπορχούμαι — έομαι, Μ χορεύω επίσης, όχι μόνο δεν στενοχωριέμαι αλλά χορεύω κιόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπορχοῦμαι «χορεύω»] … Dictionary of Greek